-
1 один
один (одна. одно, одни) ένας ( μία, ένα)· одни ножницы ένα ψαλίδι 2) (без других) μόνος* * *(одна, одно, одни)1) ένας (μία, ένα)одни́ но́жницы — ένα ψαλίδι
2) ( без других) μόνος -
2 отрезать
отрезатьсоз., отрезать несов1. κόβω, (άπο)κόπτω, (άπο)τέμνῶ:\отрезать кусо́к хлеба κόβω ἕνα κομμάτι ψωμί· \отрезать ножницами κόβω μέ τό ψαλίδι, ψαλιδίζω·2. (преграждать) κόβω τόν δρόμο, πιάνω τόν δρόμο:\отрезать пути к отступлению прям., перен κόβω τους δρόμους τής ὑποχωρἡσε-ως·3. тк. сов (резко отвечать) разг ἀπαντώ ἀπότομα, ἀντι(σ)κόβω. -
3 пара
-ы θ.1. ζευγάρι, ζεύγος•пара чулок ζευγάρι (γυναικείες) κάλτσες•
пара носков ζευγάρι (ανδρικές) κάλτσες•
пара сапог ζευγάρι μπότες.
|| αντικείμενο αποτελούμενο από δύο ίσα μέρη•пара ножниц το ψαλίδι•
пара брюк το παντελόνι.
2. κοστούμι ανδρικό (σακκάκι, παντελόνι)•он пришл в новой -е αυτός ήρθε με καινούργιο κοστούμι.
3. ζευγάρι ζευγμένων αλόγων αμάξι με δυό άλογα.4. огю πρόσωπα μαζί•влюблнная пара αγαπημένο ζευγάρι•
танцующие -ы τα ζευγάρια του χορού.
|| ως επίρ. -ами κατά ζευγάρια, δυό-δυό•мы гуляли -ами εμείς κάναμε περίπατο κατά ζευγάρια.
|| ταίρι.5. ως κατηγ. ταιριάζω. || δυό•можно сказать -у слов? μπορώ να πω δυό λόγια;•
можно оторвать вас на -у минут? μπορώ να σας απασχολήσω για δυό λεφτά;
εκφρ.в -ы – κατά δυάδες, ανα δυό,. δυό-δυό, κατά ζευγάρια•в -е – κ. на -у μαζί, ομού, οι δυό μαζί, ζευγαρωτά•пара пустяков – (απλ.) είναι εύκολο (για εκτέλεση), δεν είναι τίποτε•два сапога – ένα και το ίδιο, παρ τον έναν, χτύπα τον άλλον, του ίδιου φυράματος• κύλισε ο τέντζερης κ. βρήκε το καπάκι.
См. также в других словарях:
ψαλίδι — το / ψαλίδιον, ΝΜΑ, και ψαλλίδιον Μ [ψαλίς, ίδος] νεοελλ. κοπτικό εργαλείο αποτελούμενο από δύο αντικρυστές, συναρθρωμένες στο μέσον, μεταλλικές λεπίδες, οι οποίες τέμνουν κάτι, όταν έρχονται σε επαφή οι διευθετημένες στα αντίθετα άκρα τους λαβές … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκάδας — Ένα από τα ομορφότερα μικρά αρχαιολογικά μουσεία της Ελλάδας λειτουργεί από το 1999 στο νεόδμητο κτίριο του Πολιτιστικού Κέντρου της Λευκάδας. Μπορεί τα ευρήματα της συλλογής του να μην είναι από τα σπουδαιότερα της ελληνικής αρχαιότητας, είναι… … Dictionary of Greek
πεντοζάλης — Κρητικός χορός, που θεωρείται ένας από τους ωραιότερους και θεαματικότερους της Ελλάδας. Η ονομασία πεντοζάλης προέρχεται από την κρητική λέξη «ζάλα» που θα πει βήματα. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν κύκλο ανοιχτό προς το κέντρο. Τα βήματα… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
ψαλίδα — Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν. * * * η / ψαλίς, ίδος, ΝΜΑ,… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… … Dictionary of Greek
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek